Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιμορφισμός οι επιμορφισμοί
      γενική του επιμορφισμού των επιμορφισμών
    αιτιατική τον επιμορφισμό τους επιμορφισμούς
     κλητική επιμορφισμέ επιμορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epimorphism < αρχαία ελληνική ἐπί + μορφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιμορφισμός αρσενικό

  • (μαθηματικά) ένας μορφισμός p που για κάθε άλλο ζευγάρι μορφισμών f και g ισχύει: εάν  , τότε f = g

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία