επικονιαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικονιαστής < επικονιάζω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
επικονιαστής αρσενικό
- το έντομο που συμμετέχει στην επικονίαση των ανθέων
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικονιαστής
επικονιαστής αρσενικό