επιγραμματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιγραμματογράφος < ελληνιστική κοινή ἐπιγραμματογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε επιγράμματ(ος) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιγραμματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που (συγ)γράφει επιγράμματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιγραμματογράφος
|