επερώτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επερώτηση | οι | επερωτήσεις |
γενική | της | επερώτησης* | των | επερωτήσεων |
αιτιατική | την | επερώτηση | τις | επερωτήσεις |
κλητική | επερώτηση | επερωτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επερωτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπερώτηση θηλυκό
- διαδικασία στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου· κατατίθεται από βουλευτή, αν κρίνει ότι η απάντηση του υπουργού σε προηγούμενη ερώτησή του δεν ήταν ικανοποιητική ή αν δεν τoυ παραδόθηκαν εμπρoθέσμως τα έγγραφα πoυ είχε ζητήσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία επερώτηση