επερωτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπερωτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επερωτώ
- θα επερωτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επερωτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπερωτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επερώτηση