επανατοποθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανατοποθέτηση | οι | επανατοποθετήσεις |
γενική | της | επανατοποθέτησης* | των | επανατοποθετήσεων |
αιτιατική | την | επανατοποθέτηση | τις | επανατοποθετήσεις |
κλητική | επανατοποθέτηση | επανατοποθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανατοποθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επανατοποθέτηση < επανα- + τοποθέτηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανατοποθέτηση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανατοποθέτηση