Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναπατρίσιμος η επαναπατρίσιμη το επαναπατρίσιμο
      γενική του επαναπατρίσιμου της επαναπατρίσιμης του επαναπατρίσιμου
    αιτιατική τον επαναπατρίσιμο την επαναπατρίσιμη το επαναπατρίσιμο
     κλητική επαναπατρίσιμε επαναπατρίσιμη επαναπατρίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναπατρίσιμοι οι επαναπατρίσιμες τα επαναπατρίσιμα
      γενική των επαναπατρίσιμων των επαναπατρίσιμων των επαναπατρίσιμων
    αιτιατική τους επαναπατρίσιμους τις επαναπατρίσιμες τα επαναπατρίσιμα
     κλητική επαναπατρίσιμοι επαναπατρίσιμες επαναπατρίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναπατρίσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

επαναπατρίσιμος

  • ο αποδεκτός από καθεστώς στην περίπτωση που θέλει να επαναπατριστεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία