εορτάζουσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εορτάζουσα < εορτάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εορτάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εορτάζουσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εορτάζουσα
Δείτε επίσης : εορτάστρια |
εορτάζουσα θηλυκό