εξώθυρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξώθυρα | οι | εξώθυρες |
γενική | της | εξώθυρας | — | |
αιτιατική | την | εξώθυρα | τις | εξώθυρες |
κλητική | εξώθυρα | εξώθυρες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξώθυρα < εξώ- + θύρα (μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική εξώπορτα)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξώθυρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξώθυρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξώθυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας