Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαλλοίωση οι εξαλλοιώσεις
      γενική της εξαλλοίωσης* των εξαλλοιώσεων
    αιτιατική την εξαλλοίωση τις εξαλλοιώσεις
     κλητική εξαλλοίωση εξαλλοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλλοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαλλοίωση < εξ- + αλλοίωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαλλοίωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία