Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαγιασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εξαγιασμ
ός
οι
εξαγιασμ
οί
γενική
του
εξαγιασμ
ού
των
εξαγιασμ
ών
αιτιατική
τον
εξαγιασμ
ό
τους
εξαγιασμ
ούς
κλητική
εξαγιασμ
έ
εξαγιασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαγιασμός
<
εξαγιάζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξαγιασμός
αρσενικό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
εξαγιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγιασμός