Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγιάζω < εξ- + άγιος + -άζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sanctifier)

  Ρήμα επεξεργασία

εξαγιάζω (παθητική φωνή: εξαγιάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία