εξαγιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαγιάζω < εξ- + άγιος + -άζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sanctifier)
Ρήμα
επεξεργασίαεξαγιάζω (παθητική φωνή: εξαγιάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εξαγιασμένος
- εξαγιασμός
- → δείτε τις λέξεις εξ και άγιος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγιάζω | εξαγίαζα | θα εξαγιάζω | να εξαγιάζω | εξαγιάζοντας | |
β' ενικ. | εξαγιάζεις | εξαγίαζες | θα εξαγιάζεις | να εξαγιάζεις | εξαγίαζε | |
γ' ενικ. | εξαγιάζει | εξαγίαζε | θα εξαγιάζει | να εξαγιάζει | ||
α' πληθ. | εξαγιάζουμε | εξαγιάζαμε | θα εξαγιάζουμε | να εξαγιάζουμε | ||
β' πληθ. | εξαγιάζετε | εξαγιάζατε | θα εξαγιάζετε | να εξαγιάζετε | εξαγιάζετε | |
γ' πληθ. | εξαγιάζουν(ε) | εξαγίαζαν εξαγιάζαν(ε) |
θα εξαγιάζουν(ε) | να εξαγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαγίασα | θα εξαγιάσω | να εξαγιάσω | εξαγιάσει | ||
β' ενικ. | εξαγίασες | θα εξαγιάσεις | να εξαγιάσεις | εξαγίασε | ||
γ' ενικ. | εξαγίασε | θα εξαγιάσει | να εξαγιάσει | |||
α' πληθ. | εξαγιάσαμε | θα εξαγιάσουμε | να εξαγιάσουμε | |||
β' πληθ. | εξαγιάσατε | θα εξαγιάσετε | να εξαγιάσετε | εξαγιάστε | ||
γ' πληθ. | εξαγίασαν εξαγιάσαν(ε) |
θα εξαγιάσουν(ε) | να εξαγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαγιάσει | είχα εξαγιάσει | θα έχω εξαγιάσει | να έχω εξαγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαγιάσει | είχες εξαγιάσει | θα έχεις εξαγιάσει | να έχεις εξαγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαγιάσει | είχε εξαγιάσει | θα έχει εξαγιάσει | να έχει εξαγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγιάσει | είχαμε εξαγιάσει | θα έχουμε εξαγιάσει | να έχουμε εξαγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγιάσει | είχατε εξαγιάσει | θα έχετε εξαγιάσει | να έχετε εξαγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαγιάσει | είχαν εξαγιάσει | θα έχουν εξαγιάσει | να έχουν εξαγιάσει |
|