Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαγιάζω < εξ- + άγιος + -άζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sanctifier)

εξαγιάζω (παθητική φωνή: εξαγιάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία