↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάχορδο τα εξάχορδα
      γενική του εξάχορδου των εξάχορδων
    αιτιατική το εξάχορδο τα εξάχορδα
     κλητική εξάχορδο εξάχορδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξάχορδο < έξη + χορδή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξάχορδο ουδέτερο

  • μουσικό σύστημα με μια σειρά 6 φθόγγων με σταθερά διαστήματα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία