Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάχορδο τα εξάχορδα
      γενική του εξάχορδου των εξάχορδων
    αιτιατική το εξάχορδο τα εξάχορδα
     κλητική εξάχορδο εξάχορδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάχορδο < έξη + χορδή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάχορδο ουδέτερο

  • μουσικό σύστημα με μια σειρά 6 φθόγγων με σταθερά διαστήματα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία