Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντροπικός η εντροπική το εντροπικό
      γενική του εντροπικού της εντροπικής του εντροπικού
    αιτιατική τον εντροπικό την εντροπική το εντροπικό
     κλητική εντροπικέ εντροπική εντροπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντροπικοί οι εντροπικές τα εντροπικά
      γενική των εντροπικών των εντροπικών των εντροπικών
    αιτιατική τους εντροπικούς τις εντροπικές τα εντροπικά
     κλητική εντροπικοί εντροπικές εντροπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

εντροπικός αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, (φυσική)

Στην πολιτική δρουν εντροπικές δυνάμεις, που κατακερματίζουν τον λαό, και τον αλλοιώνουν ηθικά και πολιτισμικά!