εντροπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντροπή | οι | εντροπές |
γενική | της | εντροπής | των | εντροπών |
αιτιατική | την | εντροπή | τις | εντροπές |
κλητική | εντροπή | εντροπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εντροπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐντροπή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.dɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντρο‐πή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντροπή θηλυκό
- άλλη μορφή του ντροπή
- ※ Παρασταίνεται ὁ Ἰμπραΐμ Πασᾶς συλλογιζόμενος τὴ σημαντικότητα τῆς γῆς, τὴν ὁποία θέλει νὰ κυριέψῃ, καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἐντροπή του ἂν δὲν τὸ κατορθώσῃ. (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β)