Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εντοπιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εντοπιστ
ής
οι
εντοπιστ
ές
γενική
του
εντοπιστ
ή
των
εντοπιστ
ών
αιτιατική
τον
εντοπιστ
ή
τους
εντοπιστ
ές
κλητική
εντοπιστ
ή
εντοπιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εντοπιστής
<
εντοπίζω
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εντοπιστής
αρσενικό
αυτός που εντοπίζει κάτι κατ΄ απόσταση ή διεύθυνση ή και τα δύο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
ενιαίος εντοπιστής πόρου
,
ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου
(
URL
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εντοπιστής
αγγλικά
:
locator
(en)