ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου < → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, εντοπιστής και πόρος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Uniform Resource Locator
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου
- (διαδίκτυο) URL: βλ. συνώνυμο ενιαίος εντοπιστής πόρου[1]
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.