ενδοουρολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοουρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endourology < αρχαία ελληνική ἔνδον + οὖρον + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοουρολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική ειδικότητα, υποειδικότητα της ουρολογίας, κατά την οποία ο ουρολόγος προσεγγίζει τα ουρολογικά όργανα χωρίς ευρείες τομές
Υπερώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοουρολογία