Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοουρολογία οι ενδοουρολογίες
      γενική της ενδοουρολογίας των ενδοουρολογιών
    αιτιατική την ενδοουρολογία τις ενδοουρολογίες
     κλητική ενδοουρολογία ενδοουρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοουρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endourology < αρχαία ελληνική ἔνδον + οὖρον + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοουρολογία θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία