Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοκρανιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Εάν γνωρίζετε κάπως το θέμα, βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοκρανιακ
ός
η
ενδοκρανιακ
ή
το
ενδοκρανιακ
ό
γενική
του
ενδοκρανιακ
ού
της
ενδοκρανιακ
ής
του
ενδοκρανιακ
ού
αιτιατική
τον
ενδοκρανιακ
ό
την
ενδοκρανιακ
ή
το
ενδοκρανιακ
ό
κλητική
ενδοκρανιακ
έ
ενδοκρανιακ
ή
ενδοκρανιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοκρανιακ
οί
οι
ενδοκρανιακ
ές
τα
ενδοκρανιακ
ά
γενική
των
ενδοκρανιακ
ών
των
ενδοκρανιακ
ών
των
ενδοκρανιακ
ών
αιτιατική
τους
ενδοκρανιακ
ούς
τις
ενδοκρανιακ
ές
τα
ενδοκρανιακ
ά
κλητική
ενδοκρανιακ
οί
ενδοκρανιακ
ές
ενδοκρανιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοκρανιακός
(el)
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
(
ανατομία
)
ενδοκράνιος