↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοκρανιακός η ενδοκρανιακή το ενδοκρανιακό
      γενική του ενδοκρανιακού της ενδοκρανιακής του ενδοκρανιακού
    αιτιατική τον ενδοκρανιακό την ενδοκρανιακή το ενδοκρανιακό
     κλητική ενδοκρανιακέ ενδοκρανιακή ενδοκρανιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοκρανιακοί οι ενδοκρανιακές τα ενδοκρανιακά
      γενική των ενδοκρανιακών των ενδοκρανιακών των ενδοκρανιακών
    αιτιατική τους ενδοκρανιακούς τις ενδοκρανιακές τα ενδοκρανιακά
     κλητική ενδοκρανιακοί ενδοκρανιακές ενδοκρανιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοκρανιακός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο