Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοηπατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοηπατικ
ός
η
ενδοηπατικ
ή
το
ενδοηπατικ
ό
γενική
του
ενδοηπατικ
ού
της
ενδοηπατικ
ής
του
ενδοηπατικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοηπατικ
ό
την
ενδοηπατικ
ή
το
ενδοηπατικ
ό
κλητική
ενδοηπατικ
έ
ενδοηπατικ
ή
ενδοηπατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοηπατικ
οί
οι
ενδοηπατικ
ές
τα
ενδοηπατικ
ά
γενική
των
ενδοηπατικ
ών
των
ενδοηπατικ
ών
των
ενδοηπατικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοηπατικ
ούς
τις
ενδοηπατικ
ές
τα
ενδοηπατικ
ά
κλητική
ενδοηπατικ
οί
ενδοηπατικ
ές
ενδοηπατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοηπατικός
<
ενδο-
+
ηπατικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοηπατικός
που βρίσκεται, συμβαίνει ή αναπτύσσεται μέσα στο
ήπαρ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ένδον
,
ηπατικός
και
ήπαρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοηπατικός
γερμανικά
:
intrahepatisch
(de)