↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοηπατικός η ενδοηπατική το ενδοηπατικό
      γενική του ενδοηπατικού της ενδοηπατικής του ενδοηπατικού
    αιτιατική τον ενδοηπατικό την ενδοηπατική το ενδοηπατικό
     κλητική ενδοηπατικέ ενδοηπατική ενδοηπατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοηπατικοί οι ενδοηπατικές τα ενδοηπατικά
      γενική των ενδοηπατικών των ενδοηπατικών των ενδοηπατικών
    αιτιατική τους ενδοηπατικούς τις ενδοηπατικές τα ενδοηπατικά
     κλητική ενδοηπατικοί ενδοηπατικές ενδοηπατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοηπατικός < ενδο- + ηπατικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοηπατικός

  • που βρίσκεται, συμβαίνει ή αναπτύσσεται μέσα στο ήπαρ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία