εναιώρημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναιώρημα < αρχαία ελληνική (ἐναιώρημα). < Από το ρήμα ἐναιωροῦμαι.
Ουσιαστικό επεξεργασία
εναιώρημα ουδέτερο
- Διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό.
- ενέσιμο υδατικό εναιώρημα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναιώρημα
'
|