Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εναιώρημα τα εναιωρήματα
      γενική του εναιωρήματος των εναιωρημάτων
    αιτιατική το εναιώρημα τα εναιωρήματα
     κλητική εναιώρημα εναιωρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναιώρημα < αρχαία ελληνική (ἐναιώρημα). < Από το ρήμα ἐναιωροῦμαι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εναιώρημα ουδέτερο

  1. Διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό.
    ενέσιμο υδατικό εναιώρημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία