ενίδρυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενίδρυση | οι | ενιδρύσεις |
γενική | της | ενίδρυσης* | των | ενιδρύσεων |
αιτιατική | την | ενίδρυση | τις | ενιδρύσεις |
κλητική | ενίδρυση | ενιδρύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενιδρύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενίδρυση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενιδρύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενίδρυση
|