ενέδρευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενέδρευση | οι | ενεδρεύσεις |
γενική | της | ενέδρευσης* | των | ενεδρεύσεων |
αιτιατική | την | ενέδρευση | τις | ενεδρεύσεις |
κλητική | ενέδρευση | ενεδρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενεδρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενέδρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενεδρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενέδρευση
|