εμφυτοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμφυτοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) (φιλοσοφική) θεωρία που υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτες ιδέες
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφυτοκρατία
|
εμφυτοκρατία θηλυκό
|