εμφανέστατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμφανέστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εμφανέστατος, -η, -ο
- (συγκριτικό) υπερθετικός βαθμός του εμφανής
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμφανέστατος
|
εμφανέστατος, -η, -ο
|