↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφανέστατος η εμφανέστατη το εμφανέστατο
      γενική του εμφανέστατου της εμφανέστατης του εμφανέστατου
    αιτιατική τον εμφανέστατο την εμφανέστατη το εμφανέστατο
     κλητική εμφανέστατε εμφανέστατη εμφανέστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφανέστατοι οι εμφανέστατες τα εμφανέστατα
      γενική των εμφανέστατων των εμφανέστατων των εμφανέστατων
    αιτιατική τους εμφανέστατους τις εμφανέστατες τα εμφανέστατα
     κλητική εμφανέστατοι εμφανέστατες εμφανέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμφανέστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εμφανέστατος, -η, -ο

  • (συγκριτικό) υπερθετικός βαθμός του εμφανής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία