Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοκτόνος η ελληνοκτόνος
ελληνοκτόνα
το ελληνοκτόνο
      γενική του ελληνοκτόνου της ελληνοκτόνου
ελληνοκτόνας
του ελληνοκτόνου
    αιτιατική τον ελληνοκτόνο την ελληνοκτόνο
ελληνοκτόνα
το ελληνοκτόνο
     κλητική ελληνοκτόνε ελληνοκτόνε
ελληνοκτόνα
ελληνοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοκτόνοι οι ελληνοκτόνοι
ελληνοκτόνες
τα ελληνοκτόνα
      γενική των ελληνοκτόνων των ελληνοκτόνων των ελληνοκτόνων
    αιτιατική τους ελληνοκτόνους τις ελληνοκτόνους
ελληνοκτόνες
τα ελληνοκτόνα
     κλητική ελληνοκτόνοι ελληνοκτόνοι
ελληνοκτόνες
ελληνοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

ο/η ελληνοκτόνος, το ελληνοκτόνο
(λαϊκότροπο, δεν προτιμάται: η ελληνοκτόνα)

  • αυτός που σκοτώνει Έλληνες