Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελληνοκτόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελληνοκτόν
ος
η
ελληνοκτόν
ος
&
ελληνοκτόν
α
το
ελληνοκτόν
ο
γενική
του
ελληνοκτόν
ου
της
ελληνοκτόν
ου
&
ελληνοκτόν
ας
του
ελληνοκτόν
ου
αιτιατική
τον
ελληνοκτόν
ο
την
ελληνοκτόν
ο
&
ελληνοκτόν
α
το
ελληνοκτόν
ο
κλητική
ελληνοκτόν
ε
ελληνοκτόν
ε
&
ελληνοκτόν
α
ελληνοκτόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελληνοκτόν
οι
οι
ελληνοκτόν
οι
&
ελληνοκτόν
ες
τα
ελληνοκτόν
α
γενική
των
ελληνοκτόν
ων
των
ελληνοκτόν
ων
των
ελληνοκτόν
ων
αιτιατική
τους
ελληνοκτόν
ους
τις
ελληνοκτόν
ους
&
ελληνοκτόν
ες
τα
ελληνοκτόν
α
κλητική
ελληνοκτόν
οι
ελληνοκτόν
οι
&
ελληνοκτόν
ες
ελληνοκτόν
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
ο/η
ελληνοκτόνος
, το
ελληνοκτόνο
(
λαϊκότροπο, δεν προτιμάται
: η
ελληνοκτόνα
)
αυτός που σκοτώνει Έλληνες