ελκοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ελκοπαθής | οι | ελκοπαθείς |
γενική | του του/της |
ελκοπαθή ελκοπαθούς |
των | ελκοπαθών |
αιτιατική | τον/την | ελκοπαθή | τους/τις | ελκοπαθείς |
κλητική | ελκοπαθή | ελκοπαθείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». | ||||
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελκοπαθής αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελκοπαθής
|