ελικιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελικιά | οι | ελικιές |
γενική | της | ελικιάς | των | ελικιών |
αιτιατική | την | ελικιά | τις | ελικιές |
κλητική | ελικιά | ελικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελικιά < μεσαιωνική ελληνική ελικιά < αρχαία ελληνική ἡλικία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελικιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) άλλη μορφή του ηλικία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελικιά
|