ελεμενταρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελεμενταρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική elementarism < elementary < λατινική elementarius < elementum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελεμενταρισμός αρσενικό
- (τέχνη) τεχνοτροπία στη ζωγραφική με χαρακτηριστικό της τη χρήση γεωμετρικών στοιχείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελεμενταρισμός