ελαφρόνοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελαφρόνοια | οι | ελαφρόνοιες |
γενική | της | ελαφρόνοιας | των | ελαφρονοιών |
αιτιατική | την | ελαφρόνοια | τις | ελαφρόνοιες |
κλητική | ελαφρόνοια | ελαφρόνοιες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελαφρόνοια < ελληνιστική κοινή ἐλαφρόνοος / ἐλαφρόνους + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαφρόνοια θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος ελαφρόνους