ελαιουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλαιουργία[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε ελαι- + -ουργία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαιουργία θηλυκό
- η τεχνολογία επεξεργασίας του ελαιόλαδου που επιχειρείται στα ελαιουργεία, ειδικότερα η βιομηχανική.
- το εργοστάσιο, η βιομηχανία παραγωγής και διύλισης λαδιού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαιουργία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελαιουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας