ελαιουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαιουργός < ελληνιστική κοινή ἐλαιουργός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.le.uɾˈɣos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελαιουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με την ελαιουργία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαιουργός
|