Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαιοδέκατο τα ελαιοδέκατα
      γενική του ελαιοδέκατου
ελαιοδεκάτου
των ελαιοδέκατων
ελαιοδεκάτων
    αιτιατική το ελαιοδέκατο τα ελαιοδέκατα
     κλητική ελαιοδέκατο ελαιοδέκατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοδέκατο < ελαιο- + δέκατο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.le.oˈðe.ka.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λαι‐ο‐δέ‐κα‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαιοδέκατο ουδέτερο [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ελαιοδέκατο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)