Δείτε επίσης: ἐκφυγή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφυγή οι εκφυγές
      γενική της εκφυγής των εκφυγών
    αιτιατική την εκφυγή τις εκφυγές
     κλητική εκφυγή εκφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκφυγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκφυγή. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + φυγή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκφυγή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία