Δείτε επίσης: ἐκφυγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφυγή οι εκφυγές
      γενική της εκφυγής των εκφυγών
    αιτιατική την εκφυγή τις εκφυγές
     κλητική εκφυγή εκφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφυγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκφυγή. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + φυγή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.fiˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐φυ‐γή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφυγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία