γλύτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγλύτωμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του γλυτωμός
- Στο δρόμο τον εσυχαιρόνταν όλοι για το γλύτωμα, και στο προάστιο, όπου αμέσως είχαν κοινολογηθεί τα πάντα, τον επεριτρογύριζε ο κόσμος κ' ήθελε ν' ακούσει από το στόμα του ό,τι είχε συμβεί. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Τιμή και το Χρήμα/Κεφάλαιο ΙΓ')
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλυτώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλύτωμα
|