εκφραστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκφραστής αρσενικό (θηλυκό: εκφράστρια)
- αυτός που με ποικίλους τρόπους (το έργο του, τις απόψεις του κ.λπ.) εκφράζει ή προβάλλει τις αντιλήψεις ή απόψεις ενός ευρύτερου συνόλου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εκφράζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκφραστής