εκρόφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκρόφηση | οι | εκροφήσεις |
γενική | της | εκρόφησης* | των | εκροφήσεων |
αιτιατική | την | εκρόφηση | τις | εκροφήσεις |
κλητική | εκρόφηση | εκροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκρόφηση < εκροφώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorption)
Ουσιαστικό επεξεργασία
(η) εκρόφηση θηλυκό
- (χημεία) η απελευθέρωση μίας απορροφημένης ουσίας από μία επιφάνεια
- η απελευθέρωση απορροφημένων ουσιών από επιφάνεια