εκκλησίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκλησίδιο < μεσαιωνική ελληνική εκκλησίδιο < εκκλησία + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκλησίδιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του εκκλησάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκλησίδιο
|