• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκγλύφανο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκγλύφανο τα εκγλύφανα
      γενική του εκγλύφανου
& εκγλυφάνου
των εκγλύφανων
& εκγλυφάνων
    αιτιατική το εκγλύφανο τα εκγλύφανα
     κλητική εκγλύφανο εκγλύφανα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκγλύφανο < εκ- + γλύφανο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκγλύφανο ουδέτερο

  • χαλύβδινο οδοντωτό εργαλείο που χρησιμεύει για κοπή ή κατεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη γλύφω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εκγλύφανο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκγλύφανο&oldid=5564035"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Μαΐου 2022, στις 17:28

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Μαΐου 2022, στις 17:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας