εικοσάευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.koˈsa.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σά‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικοσάευρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) είκοσι ευρώ
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ
- Πενηντάευρα και εικοσάευρα προτιμούν οι παραχαράκτες. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εικοσάευρο
|