Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθναπόστολος οι εθναπόστολοι
      γενική του εθναπόστολου
εθναποστόλου
των εθναπόστολων
εθναποστόλων
    αιτιατική τον εθναπόστολο τους εθναπόστολους
εθναποστόλους
     κλητική εθναπόστολε εθναπόστολοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθναπόστολος < έθνος + απόστολος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθναπόστολος αρσενικό

  1. προσωνυμία του Αποστόλου Παύλου (και του Αποστόλου Πέτρου)
  2. (κατ’ επέκταση) που κηρύσσει και ενισχύει τα εθνικά ιδεώδη
    Ο εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός ή Ρήγας Φεραίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Από τη ρήση του Αποστόλου Παύλου «ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν» (Προς Τιμόθεον Β', 1, 11)