εθναπόστολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εθναπόστολος | οι | εθναπόστολοι |
γενική | του | εθναπόστολου & εθναποστόλου |
των | εθναπόστολων & εθναποστόλων |
αιτιατική | τον | εθναπόστολο | τους | εθναπόστολους & εθναποστόλους |
κλητική | εθναπόστολε | εθναπόστολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεθναπόστολος αρσενικό
- προσωνυμία του Αποστόλου Παύλου (και του Αποστόλου Πέτρου)
- (κατ’ επέκταση) που κηρύσσει και ενισχύει τα εθνικά ιδεώδη
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ Από τη ρήση του Αποστόλου Παύλου «ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν» (Προς Τιμόθεον Β', 1, 11)