εγκύστωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκύστωση | οι | εγκυστώσεις |
γενική | της | εγκύστωσης* | των | εγκυστώσεων |
αιτιατική | την | εγκύστωση | τις | εγκυστώσεις |
κλητική | εγκύστωση | εγκυστώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκυστώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεγκύστωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εγκυστώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκύστωση
|