Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκυστώ < εν- + κύστη +

  Ρήμα επεξεργασία

εγκυστώ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία