Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκυστώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκυστώ
<
εν-
+
κύστη
+
-ώ
Ρήμα
επεξεργασία
εγκυστώ
(
σπάνιο
)
περιβάλλω
κάτι με μια
κύστη
ή έναν
υμένα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κύστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκυστώ