Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δύστηκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δύστηκτ
ος
η
δύστηκτ
η
το
δύστηκτ
ο
γενική
του
δύστηκτ
ου
της
δύστηκτ
ης
του
δύστηκτ
ου
αιτιατική
τον
δύστηκτ
ο
τη
δύστηκτ
η
το
δύστηκτ
ο
κλητική
δύστηκτ
ε
δύστηκτ
η
δύστηκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δύστηκτ
οι
οι
δύστηκτ
ες
τα
δύστηκτ
α
γενική
των
δύστηκτ
ων
των
δύστηκτ
ων
των
δύστηκτ
ων
αιτιατική
τους
δύστηκτ
ους
τις
δύστηκτ
ες
τα
δύστηκτ
α
κλητική
δύστηκτ
οι
δύστηκτ
ες
δύστηκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δύστηκτος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
δύστηκτος, -η, -ο
αυτός που
τήκεται
με δυσκολία και δε
λιώνει
εύκολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δύστηκτος