Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωροδοκήσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δωροδοκήσιμ
ος
η
δωροδοκήσιμ
η
το
δωροδοκήσιμ
ο
γενική
του
δωροδοκήσιμ
ου
της
δωροδοκήσιμ
ης
του
δωροδοκήσιμ
ου
αιτιατική
τον
δωροδοκήσιμ
ο
τη
δωροδοκήσιμ
η
το
δωροδοκήσιμ
ο
κλητική
δωροδοκήσιμ
ε
δωροδοκήσιμ
η
δωροδοκήσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δωροδοκήσιμ
οι
οι
δωροδοκήσιμ
ες
τα
δωροδοκήσιμ
α
γενική
των
δωροδοκήσιμ
ων
των
δωροδοκήσιμ
ων
των
δωροδοκήσιμ
ων
αιτιατική
τους
δωροδοκήσιμ
ους
τις
δωροδοκήσιμ
ες
τα
δωροδοκήσιμ
α
κλητική
δωροδοκήσιμ
οι
δωροδοκήσιμ
ες
δωροδοκήσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωροδοκήσιμος
<
δωροδοκώ
Επίθετο
επεξεργασία
δωροδοκήσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
δωροδοκηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωροδοκήσιμος