Ετυμολογία

επεξεργασία
δυφιοαπεικόνιση < σύνθετη λέξη δυφίο + απεικόνιση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitmap
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυφιοαπεικόνιση οι δυφιοαπεικονίσεις
      γενική της δυφιοαπεικόνισης* των δυφιοαπεικονίσεων
    αιτιατική τη δυφιοαπεικόνιση τις δυφιοαπεικονίσεις
     κλητική δυφιοαπεικόνιση δυφιοαπεικονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυφιοαπεικονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυφιοαπεικόνιση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία