↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπρόφερτος η δυσπρόφερτη το δυσπρόφερτο
      γενική του δυσπρόφερτου της δυσπρόφερτης του δυσπρόφερτου
    αιτιατική τον δυσπρόφερτο τη δυσπρόφερτη το δυσπρόφερτο
     κλητική δυσπρόφερτε δυσπρόφερτη δυσπρόφερτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπρόφερτοι οι δυσπρόφερτες τα δυσπρόφερτα
      γενική των δυσπρόφερτων των δυσπρόφερτων των δυσπρόφερτων
    αιτιατική τους δυσπρόφερτους τις δυσπρόφερτες τα δυσπρόφερτα
     κλητική δυσπρόφερτοι δυσπρόφερτες δυσπρόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσπρόφερτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσπρόφερτος

  • (φωνητική) δύσκολος να προφερθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία