δυσίδρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσίδρωση | οι | δυσιδρώσεις |
γενική | της | δυσίδρωσης* | των | δυσιδρώσεων |
αιτιατική | τη | δυσίδρωση | τις | δυσιδρώσεις |
κλητική | δυσίδρωση | δυσιδρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσιδρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσίδρωση θηλυκό
- (ιατρική) είδος δερματίτιδας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσίδρωση