Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυναμοσύνολο τα δυναμοσύνολα
      γενική του δυναμοσυνόλου
δυναμοσύνολου
των δυναμοσυνόλων
    αιτιατική το δυναμοσύνολο τα δυναμοσύνολα
     κλητική δυναμοσύνολο δυναμοσύνολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμοσύνολο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυναμοσύνολο ουδέτερο

  • (θεωρία συνόλων) το σύνολο όλων των υποσυνόλων ενός ορισμένου συνόλου
    το δυναμοσύνολο του συνόλου { α, β } είναι το σύνολο {Ø, {α}, {β}, {α,β}}

  Μεταφράσεις επεξεργασία