δρακοκτόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾa.koˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐κο‐κτό‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρακοκτόνος αρσενικό
- (λαογραφία) αυτός που πραγματοποιεί δρακοκτονία
- ※ Όπως φαίνεται από τα διάφορα παραμύθια και τις άλλες παραδόσεις του λαού μας, οι δράκοι, οι δράκαινες, τα δρακόσπιτα και οι δρακοκτόνοι είναι ένα αρκετά προσφιλές στοιχείο που συναντάμε στην ελληνική λαογραφία, αλλά και στην αρχαία ελληνική μυθολογία. (Διονύσης Σιμόπουλος, Ο ουρανός της Ελλάδας: Άνοιξη, (Αθήνα: Μεταίχμιο), 2020. σελ. 103)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρακοκτόνος
|