Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρακοκτόνος οι δρακοκτόνοι
      γενική του δρακοκτόνου των δρακοκτόνων
    αιτιατική τον δρακοκτόνο τους δρακοκτόνους
     κλητική δρακοκτόνε δρακοκτόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρακοκτόνος < δράκ(ος) + -ο- + -κτόνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾa.koˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐κο‐κτό‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρακοκτόνος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία